Μέγας Βασίλειος
Γεννήθηκε
το 330 μ.Χ. στην Νεοκαισάρια του Πόντου. Ανήκε σε οικογένεια ευσεβών
ανθρώπων. Ο πατέρας του ήταν Ρήτορας και Διδάσκαλος, η μητέρα του, η
Εμμελεία ήταν κόρη μάρτυρα του Χριστιανισμού, η δε γιαγιά του (μητέρα του πατέρα του) Μαρκίνα ήταν μαθήτρια του Γρηγορίου του Θαυματουργού.
Η
ευσεβής μητέρα του και γιαγιά του έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην Αγωγή
του Βασιλείου. Τα πρώτα γράμματα του τα δίδαξε ο πατέρας του. Μετά
φοίτησε στις Σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας η οποία υπήρξε η
δεύτερη πατρίδα του, και του Βυζαντίου. Τέλος στην Φιλοσοφική Σχολή των
Αθηνών την ονομαστή Νεοπλατωνική στην οποία αργότερα φοίτησε και ο
Ιουλιανός “ο Παραβάτης”, ο κατόπιν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Μετά από
τέσσερα και πλέον χρόνια μυήθηκε σχεδόν όλες τις γνώσεις του καιρού
εκείνου. Σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία, Αστρονομία, Ιατρική,
Γραμματική…
Επέστρεψε
στην Καισαρεία το 366 μ.Χ. περίπου, βαφτίστηκε και αποφάσισε να
ακολουθήσει τον Μοναχικό Βίο. Για να γνωρίσει το πραγματικό πνεύμα του
Μοναχισμού, επισκέφτηκε τους πιο διάσημους Ασκητές της Συρίας,
Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας, Αιγύπτου.
Τέλος, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, αποσύρθηκε σε έρημη περιοχή κοντά στην Νεοκαισάρια του Πόντου. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ισάδελφός (φίλος)
του Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Οι δύο μαζί προσευχόμενοι, διαλογιζόμενοι,
σύνταξαν Μοναχικούς Κανόνες οι οποίοι χρησίμευσαν αργότερα ως βάση του
Μοναχικού βίου.
Το
362 μ.Χ. ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος, καλεί τον Βασίλειο κοντά του
και τον χειροτονεί Διάκονο, μετά σε Πρεσβύτερο (Ιερέα) για να τον έχει
βοηθό στην εξάσκηση των ποιμαντορικών του καθηκόντων.
Το
370 μ.Χ. έγινε Επίσκοπος μετά τον θάνατο του Ευσέβιου. έγινε πρότυπο
Εκκλησιαστικού Ποιμένα. Αγωνίστηκε κατά του Αρειανισμού (Αίρεσης της
εποχής εκείνης) τον οποίο προστάτευε ο Αυτοκράτορας Ουάλης.
Η
Κοινωνική του Δράση ήταν άφταστη και ιδιαίτερα οι φιλανθρωπίες του.
Όταν ξέσπασε λιμός (=πείνα) το 368 μ.Χ. στην Καισαρεία όχι μόνο βοηθούσε
το ποίμνιό του αλλά ίδρυσε συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων:
Φτωχοκομείο, Γηροκομείο, Ορφανοτροφείο, Νοσοκομείο, το οποίο και υπήρξε
το πρώτο οργανωμένο Νοσοκομείο της εποχής αυτής η περίφημη ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΑ.
Ο
υπέρ ασκητικός βίος του Βασιλείου και η ακούραστη Εκκλησιαστική και
Κοινωνική Δράση του κλόνισαν την ευαίσθητη υγεία του, και πέθανε την 1η
Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών.
Ήδη
από την εποχή που ζούσε τον αποκαλούσαν Μέγα για την πίστη του, την
σοφία του, την σωφροσύνη του και ιδιαίτερα για την φιλανθρωπία του και
γενναιοδωρία του.
Η
γενναιοδωρία του θεωρείται και η αιτία της ανταλλαγής των δώρων την 1η
Ιανουαρίου κάθε χρόνο. Η Εκκλησία τον τιμά ως Άγιο. Έγραψε σπουδαιότατα
συγγράμματα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στους τόμους της Πατρολογίας.
Διαιρούνται σε δογματικά, πρακτικά και επιστολές.
Ο Άγιος
Βασίλειος ή κοινώς Αγιοβασίλης για τον λαό ενσαρκώνει, προσωποποιεί το
πνεύμα του Νέου Χρόνου. Παίρνει μορφή οδοιπόρου με σύνεργα σχολείου
“Αγιοβασίλης έρχεται… βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι…”
Επίσης σαν ζευγoλάτης
για να ευλογήσει την σπορά και την παραγωγή: “Άγιε Βασίλη Δέσποτα καλό
ζευγάρι κάνεις”. Μάλιστα την νύχτα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και ρωτάει
τα ζώα αν τα περιποιούνται οι άνθρωποι, γι αυτό οι νοικοκυραίοι τα
φροντίζουν από νωρίς καλύτερα την παραμονή του Νέου έτους, να τα βρει
ευχαριστημένα ο Άγιος και να τα ευλογήσει.
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός
Γεννήθηκε το
328 μ.Χ. κοντά στη Ναζιανζό στο χωριό Αριανζό. Ο πατέρας του Γρηγορίου
έγινε και αυτός Επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα του ευσεβής χριστιανή Νόνα
έκανε χριστιανό τον άνδρα της και αυτή πρώτη δίδαξε το παιδί της στον
Χριστιανισμό μεγαλώνοντάς τον σωστά.
Πρώτοι
Διδάσκαλοι του Γρηγορίου ήταν ο εξάδελφός του και ο θείος του από την
μητέρα του Αμφιλόχιος. Κατόπιν φοίτησε στις Σχολές της Καισαρείας της
Καππαδοκίας και Καισαρείας Πόντου, στην Παλαιστίνη και Αλεξάνδρεια όπου
και γνώρισε μεγάλες Χριστιανικές Προσωπικότητες όπως τον Μέγα Αθανάσιο,
Μέγα Αντώνιο, Δίδυμο τον τυφλό κ.λ.π.
Τέλος ήλθε στην
Αθήνα το 350 μ.Χ. και φοίτησε στην ακμάζουσα ακόμα Φιλοσοφική Σχολή
στην οποία ήλθε και ο Βασίλειος τον οποίον ήδη γνώριζε από την
Καισαρεία, και η φιλία τους αναπτύχθηκε στον ανώτατο βαθμό. Ο Γρηγόριος
παρακολούθησε μαθήματα Ρητορικής και Φιλολογίας. Ευδόκησε τόσο πολύ στις
σπουδές του ώστε στο τέλος του έδωσαν καθηγητική έδρα όπου δίδαξε 1 - 2
χρόνια.
Νοστάλγησε
όμως την πατρίδα του και γύρισε πίσω. Εργάστηκε για λίγο καιρό ως
ρητοδιδάσκαλος και μετά βαφτίστηκε και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια.
Έφυγε και πήγε στην έρημο κοντά στον Πόντο στον ισάδελφό του Βασίλειο μελετώντας και γράφοντας προσευχόμενος.
Τέσσερα
χρόνια αργότερα γύρισε στην Ναζιανζό και έφερε την Εκκλησιαστική αταξία
σε Τάξη. Το 361 - 362 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος (ιερέας) μετά από
παράκληση του πατέρα του ο οποίος ήταν Επίσκοπος της περιοχής.
Μετά από λίγο επέστρεψε και πάλι στον Πόντο και κατά διαστήματα επιδίδετο στον Ασκητισμό.
Από
την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο ο Γρηγόριος ανακηρύχθηκε Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή αμφισβητήθηκε η εκλογή του από δύο
Επισκόπους, τους Επίσκοπο Αιγύπτου και Επίσκοπο Μακεδονίας, αποσύρθηκε
στο πατρικό του κτήμα στην Αριανζό. Σπάνια έκτοτε απομακρυνόταν ή
ταξίδευε παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως π.χ. την 1η Ιανουαρίου του
382 μ.Χ. όπου πήγε στην Καισαρεία και εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο στον
φίλο του Μέγα Βασίλειο. Πέθανε το 391 μ.Χ. αφήνοντας την περιουσία του
στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Η Εκκλησία τιμώντας τον του έδωσε την προσωνυμία του Θεολόγου και τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε το
344 μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας. Από πολύ μικρός έμεινε ορφανός από
πατέρα. Τον μεγάλωσε με Χριστιανική Αγωγή η μητέρα του Ανθούσα.
Διδάσκαλοί του ήταν ο Φιλόσοφος Ανδραγάθιος και ο ρήτορας Λιβάνειος ο
οποίος ήταν ειδωλολάτρης.
Σε ηλικία 20
ετών βαφτίστηκε Χριστιανός. Από τότε άρχισε γι’ αυτόν η περίοδος
περισυλλογής Πνευματικής αλλά και της συστηματικής Θεολογικής μελέτης.
Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Αντιοχείας.
Μετά από 6
χρόνια Ασκητικής ζωής, αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αντιόχεια για λόγους
υγείας, όπου χειροτονείται το 381 μ.Χ. από τον Επίσκοπο Μελέτιο, σε
Διάκονο και το 386 σε Πρεσβύτερο (Ιερέα). Για χρόνια κηρύσσει τον Θείο
Λόγο.
Λόγω της ρητορικής του ικανότητας ονομάστηκε “Χρυσόστομος”:
Το 397 μ.Χ. εκφωνεί τους περίφημους 21 λόγους του “εις τους
ανδριάντας”. Με τους λόγους του αυτούς ενθαρρύνει τους Αντιοχείς οι
οποίοι είχαν καταστρέψει τους ανδριάντες του Αυτοκράτορα στην πόλη τους,
λόγω της αύξησης των φόρων και φοβούνταν την τιμωρία τους από αυτόν.
Στον τελευταίο του λόγο της ημέρας του Πάσχα, τους ανακοίνωσε με χαρά
την αμνηστία που είχε δώσει ο Αυτοκράτορας.
Το
397 μ.Χ. γίνεται Πατριάρχης Κων/πόλεως - τον είχε καλέσει ο
Αυτοκράτορας Αρκάδιος. Επί της εποχής του Ιωάννη του Χρυσοστόμου
μεγαλώνει το Πατριαρχείο την επιρροή του στις γύρω επαρχίες, αυξάνοντας
παράλληλα την φιλανθρωπική και την Ιεραποστολική του δράση.
Ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζούσε λιτά απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις,
φρόντιζε για τους αρρώστους και τους φτωχούς. Συγχρόνως κατηγορούσε κάθε
κατάχρηση και υπερβολή. Αυτή η αυστηρή στάση του προκάλεσε πολλές
αντιδράσεις και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος επιτέθηκε κατά του
Χρυσοστόμου. Επειδή είχε έλθει σε ρήξη με την Αυτοκράτειρα Ευδοξία ο
Χρυσόστομος, της οποίας έκανε έλεγχο από άμβωνος για την άστατη ζωή της,
εξορίστηκε.
Συγκλήθηκε
Σύνοδος η οποία καθαίρεσε εκ νέου τον Χρυσόστομο και ο Αυτοκράτορας
διέκοψε κάθε σχέση μαζί του. Σκηνές βίας διαδραματίστηκαν!
Ο
Ιωάννης αναγκάστηκε να παραδοθεί με την θέλησή του στους απεσταλμένους
του Αυτοκράτορα, για να ματαιώσει άλλες συμφορές στο ποίμνιό του. Μετά
από 70 μέρες πορείας εξορίστηκε στο Κουκουσόν της Αρμενίας. Από τον τόπο
της εξορίας του εξακολουθούσε να αλληλογραφεί με το ποίμνιό του. Μεγάλο
ενδιαφέρον έδειξε για τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο Αυτοκράτορας της
Δύσης Οντύριος και ο Πάπας Ιωάννης.
Οι
εχθροί του όμως από αντίδραση κατάφεραν να διαταχθεί νέα μεταφορά του
στην Πιτυούντα, ανατολική όχθη της Μαύρης Θάλασσας. Ο Ιωάννης δεν άντεξε
τις ταλαιπωρίες, πέθανε στον δρόμο στα Κομανά του Πόντου στις 14
Σεπτεμβρίου 407 μ.Χ.
Το
438 μ.Χ. μεταφέρθηκε η σωρός του στην Κων/πουλη. Η μνήμη του εορτάζεται
στις 13 Νοεμβρίου και επίσης στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους
Ιεράρχες Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό.
ΠΗΓΗ: e-selides
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΤΟΥΣ ΓΙΟΡΤΗ
Οι Τρεις Ιεράρχες
Η
εκκλησία μας συνήθως, γιορτάζει τη μνήμη των αγίων της την ημέρα της
επετείου του θανάτου τους που θεωρείται γενέθλιος ημέρα. Δεν συμβαίνει
όμως το ίδιο στις 30 Ιανουαρίου. Δηλαδή την ημέρα αυτή δεν γιορτάζουμε
τη μνήμη του θανάτου των τριών Ιεραρχών αλλά την κοινή γιορτή τους.
Γιορτή κατά την οποία η Εκκλησία μας τιμά και συνεορτάζει τους τρεις
μεγάλους Ιεράρχες της.
Η κοινή γιορτή τους
Την
κοινή γιορτή των «τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητας»
καθιέρωσε και γιορτάζει αδιάκοπα από τον 11ο αιώνα μέχρι σήμερα η
Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Αφορμή για την καθιέρωση του συνεορτασμού των
Τριών Ιεραρχών, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη γιορτή του καθενός, υπήρξε
μια διένεξη μεταξύ των Χριστιανών. Αυτή ξεκίνησε από τη διαφωνία που
υπήρχε ανάμεσα στους μορφωμένους άνδρες στην Κωνσταντινούπολη για το
ποιος από τους Τρεις Ιεράρχες είναι ο πιο σπουδαίος. Αυτό έγινε την
εποχή του Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118). Οι Χριστιανοί είχαν
χωριστεί σε τρεις διαφορετικές ομάδες. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις
αντιμαχόμενες η μια την άλλη παρατάξεις, των Ιωαννιτών, των Βασιλιτών
και των Γρηγοριτών. Το θέμα έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις για τους
Χριστιανούς. Τότε ο Μητροπολίτης Ευχαϊτων Ιωάννης ο Μαυρόπους πρότεινε
να συσταθεί, κατά προτροπή των ίδιων των Τριών Ιεραρχών, τους οποίους
είδε σε οπτασία, κοινή γιορτή και για τους τρεις, η οποία έγινε με
ευχαρίστηση δεκτή από όλους τους Χριστιανούς. Έτσι καθιερώθηκε να
γιορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου η κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών, τη
μνήμη των οποίων τιμά η Εκκλησία μας και σέβεται ιδιαίτερα το ευσεβές
πλήρωμα των πιστών της. Και δικαίως, διότι οι τρεις αυτές μεγαλώνυμες
προσωπικότητες του Χριστιανισμού υπήρξαν πραγματικά μεγάλοι Ιεράρχες,
ένδοξοι θεολόγοι, οικουμενικοί διδάσκαλοι, πρότυπα ποιμεναρχών,
εξαίρετοι Πατέρες και κορυφαίες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας.
Από
την εποχή της Τουρκοκρατίας, ίσως και παλιότερα υπήρχε το έθιμο: η
γιορτή των Τριών Ιεραρχών να θεωρείται και ως γιορτή της παιδείας.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό το παλιό έθιμο η Σύγκλητος του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών, αποφάσισε το 1841 η γιορτή των
Τριών Ιεραρχών να θεωρείται και ως γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων.
Η
άριστη και αρμονική σύνδεση των δύο γιορτών: των Τριών Ιεραρχών και των
Ελληνικών Γραμμάτων ήταν τόσο πετυχημένη, όσο ήταν και η αρμονική
σύζευξη της Χριστιανικής πίστεως με την Ελληνική μόρφωση που συνδυάζουν
θαυμάσια ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.