Η
εκφοβιστική (επιθετική) συμπεριφορά, bullying αγγλιστί, εμφανίζεται
πλέον με δραματική συχνότητα και ένταση σε κάθε κοινωνική έκφανση.
Αναπόφευκτα έχει διεισδύσει και στα εκπαιδευτήρια του τόπου. Τούτη η
πραγματικότητα δεν ξενίζει, παρά μόνο επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι τα
σχολεία αποτελούν μικρογραφία και αντανάκλαση της κοινωνίας. Υπό αυτές τις περιστάσεις προβάλλεται η επιτακτική ανάγκη να εφαρμοστούν στα σχολεία ποικίλα παρεμβατικά προγράμματα συναισθηματικής αγωγής που να στοχεύουν στο να αναπτύξουν τα παιδιά υγιείς προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες. Οι δεξιότητες αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αναγνώριση και έκφραση των συναισθημάτων, την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, την αναστοχαστική ικανότητα, την αποδόμηση στερεοτύπων, το σεβασμό και την αποδοχή των «άλλων», τη διαχείριση του θυμού με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, την επίλυση συγκρούσεων κ.ά.
Τα προγράμματα δεν πρέπει να επικεντρώνονται μόνο στα παιδιά που εκδηλώνουν εκφοβιστική συμπεριφορά διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος στιγματισμού που στην τελική θα διαιωνίσει την υπάρχουσα κατάσταση. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να χρεώσει σε ένα παιδί την «αποκλειστικότητα» ως προς την εκφοβιστική συμπεριφορά. Αποτελεί και ψυχολογικό αξίωμα ότι το πρόβλημα δεν είναι ιδιοκτησία του ενός. Είναι με περισσή ευκολία που μπορεί κάποιος να μεταπηδήσει από θύτη σε θύμα, από παιδί με εκφοβιστική συμπεριφορά σε παιδί στόχο και αντίστροφα. Πρόκειται για ένα ψυχοφθόρο φαύλο κύκλο. Συνεπώς, θεωρώ ορθολογικότερη την εφαρμογή ενός ολιστικού μοντέλου που θα συμπεριλαμβάνει την άσκηση όλων ανεξαιρέτως των παιδιών (μέσω θεατρικού παιχνιδιού, εξειδικευμένων φύλλων εργασίας, δραστηριοτήτων έκφρασης, συμβουλευτικής, κ.ά.) και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (μέσω διαλέξεων και σεμιναρίων), αλλά και των γονιών (μέσω βιωματικών εργαστηρίων).
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός καθώς με τη στάση του μπορεί να χαράξει πολιτική στο σχολείο, αλλά και να εμπνεύσει τα παιδιά. Οφείλει δίχως δισταγμούς, αλλά ως υπαρκτή ανάγκη, να εφαρμόσει παρεμβατικά προγράμματα προσπαθώντας να βελτιώσει τη συναισθηματική και κοινωνική ικανότητα των παιδιών.
Η εφαρμογή των προγραμμάτων απαιτεί την αυτοαποκάλυψη του εκπαιδευτικού και την κατάργηση των συμβατικών ορίων ιεραρχίας μεταξύ αυτού και των παιδιών. Ο εκπαιδευτικός μετατρέπεται σε συνοδοιπόρο, εκφράζοντας και ο ίδιος αβίαστα τα δικά του συναισθήματα.
Ενδεχομένως σήμερα να υποβαθμίζεται εν μέρει υπό το πρόσχημα ότι είναι ένα άσκοπο βαρίδι στη βαρυφορτωμένη ύλη. Η λογική όμως αυτή φρονώ ότι αποτελεί παρανόηση και φυσικά αυτοαναιρείται. Είναι αδιαμφησβήτητο ότι ένα ανθρώπινο και ήρεμο σχολικό περιβάλλον διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μαθητική συμπεριφορά και κατ’ επέκταση στη μαθητική επίδοση.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η εφαρμογή στα σχολεία παρεμβατικών προγραμμάτων αγωγής Ζωής κρίνεται επιτακτική. Είναι τραγικό αλλά πολλές φορές το σχολείο απομένει ο μοναδικός φορέας που μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν υγιείς προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες κι αυτό ένεκα του προβληματικού οικογενειακού υποβάθρου που ενδεχομένως ζουν. Υπό το πρίσμα τούτο, είναι εκ των ων ουκ άνευ η εκπαίδευση να ενσωματώσει στους μείζονες στόχους της και την ολόπλευρη και αρμονική συναισθηματική αγωγή των παιδιών ως μέσο κοινωνικοποίησης και εξάλειψης του ολοένα αυξανόμενου φαινομένου του εκφοβισμού.
*Του Αντώνη Ζαρίντα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Πολίτης" στις 6-7-2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.