Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ...

Αυτοθυσία ή αχαριστία;


Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι’ αυτήν, κι ώρες – ώρες τη μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει, για να μη μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι, μονόφθαλμης. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα, από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του! Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, πέρασε αυτή στο διάλειμμα να του πει ένα ‘γεια’, ένιωσε πολύ ταπεινωμένος

Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό; αναρωτιόταν.
Την αγνόησε. Της έριξε μόνο ένα βλέμμα όλο μίσος κι έτρεξε μακριά!
Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε:  ”Εεεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!”  Ήθελε να πεθάνει! ‘Ήθελε να εξαφανιστεί! Και όταν γύρισε σπίτι του, της είπε: ”Άν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου, τότε καλύτερα να πεθάνεις!”  Αυτή δεν του απάντησε.
“Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος” , έλεγε πολλά χρόνια μετά σ’ ένα φίλο του.
“Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;  Διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά της για σπουδές. Και τα κατάφερα. Μα λίγο μετά ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη φοιτητική λέσχη. 
Αργότερα παντρεύτηκε! Αγόρασε δικό του σπίτι. Έκανε δύο παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Και για τη μάνα του, τσιμουδιά σε κανένα!  

Μια μέρα – μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος ήθελε – η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει από κοντά τα εγγόνια της. Και μόλις εμφανίστηκε στη πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Έξαλλος αυτός επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει, της φώναξε:  ”Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά εδώ στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!.”
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: “Αχ, πόσο λυπάμαι Κύριε! Μάλλον μου δώσανε λάθος διεύθυνση”!  Κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά, πως ήταν η γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα έλαβε μια επιστολή – πρόσκληση για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το Δημοτικό σχολείο που θα γινόταν στην πόλη που γεννήθηκε! Είπε ψέματα στη γυναίκα του, ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο και μόνο από περιέργεια.
Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πολύ πρόσφατα πεθάνει. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι αυτόν. 

Έγραφε:
“Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου..’Εμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω, έστω κι απ’ την πόρτα. ‘Εγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις.  Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα τη μονόφθαλμη. Αλλά, βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα πολύ σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι θα μεγαλώσεις και θα ζήσεις με ένα μάτι. Έτσι, σου έδωσα το δικό μου. ‘Ήμουν τόσο περήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι, αψεγάδιαστος …
Έχεις πάντα όλη την Αγάπη μου!
Η μητέρα σου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ΣΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ...



Του Κωστή Παλαμά
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ότι σ' απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ' αρνηθείς!
Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτισ' το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ' το κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς.
Είν' η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θεμέλια βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά.
Τι κι' αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν 'Ατλαντας στην πλάτη,
Υπομονή!
Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!

Η ιστορία είναι εξαιρετικά αφιερωμένη σε όλους αυτούς που σώζουν "αστερίες"!!!

Μια μέρα, ένας άνθρωπος περπατούσε στην ακρογιαλιά.
Την προηγούμενη νύχτα είχε προηγηθεί σφοδρή θαλασσοταραχή και η φουσκοθαλασσιά είχε ξεβράσει στην ακτή εκατοντάδες αστερίες.
Κάποια στιγμή είδε ένα παιδί να σκύβει στην άμμο, να σηκώνει κάτι και πολύ απαλά να το πετά μέσα στην θάλασσα.
Η κίνηση αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου να πλησιάσει κοντά.
Τότε διαπίστωσε ότι το παιδί μάζευε τους αστερίες και τους ξαναπετούσε στη θάλασσα. Καθώς το παιδί ήταν αφοσιωμένο στο έργο του και δεν τον είχε αντιληφθεί, ο άνθρωπος στάθηκε και το παρατηρούσε για πολλή ώρα .
Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του και η έκφραση του προσώπου του ήταν σφιγμένη από την προσπάθεια.
Κάποια στιγμή ο άνθρωπός μας αποφάσισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και του φώναξε:

“Καλημέρα! Τι κάνεις εδώ;”


Το παιδί, σταμάτησε για μια στιγμή, κοίταξε τον άνδρα και του απάντησε:

« Δε βλέπεις; Πετάω αστερίες στην θάλασσα”.

- Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις, του αντιγύρισε ο άνθρωπος. Είναι εκατοντάδες οι αστερίες που πεθαίνουν στην αμμουδιά. Δεν έχει σημασία αυτό που κάνεις!

Το παιδί τον κοίταξε, του έδειξε τον αστερία που κρατούσε στο χέρι του και του είπε:
- Έχει όμως σημασία για αυτόν εδώ!...

Και λέγοντας αυτά τα λόγια πέταξε τον αστερία απαλά μέσα στην θάλασσα.

Ο άνθρωπός μας συνέχισε το δρόμο του, περπατώντας πλάι στους ξεβρασμένους αστερίες.
Λίγο παρακάτω όμως, κάποιοι τον είδαν να κοιτάει κλεφτά γύρω του μήπως τον βλέπει κανείς κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος του, έσκυψε μάζεψε έναν αστερία και να τον απίθωσε μαλακά στη θάλασσα...

back to top